- στεατικός
- η , ό[ν] стеариновый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέαρ (α. «στεατικό νάτριο» β. «στεατικά κεριά») 2. φρ. α) «στεατικό οξύ» χημ. κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ που αποτελεί άκυκλη αλειφατική οργανική ένωση, αλλ. δεκαοκτανοϊκό οξύ β) «στεατικά άλατα» χημ … Dictionary of Greek